- ποιητής
- ο, θηλ. ποιήτρια, ΝΜΑ, και θηλ. ποιητρίς, -ίδος, Α [ποιώ]1. ο δημιουργός ποιημάτων, αυτός που εκφράζει τα βιώματά του σε έμμετρο λόγο, με φροντισμένη γλωσσική έκφραση2. ο δημιουργός τού κόσμου, ο θεός, ο πλάστης (α. «Πιστεύω εις ένα Θεόν... ποιητήν ουρανού και γής» β. «τὸν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῡδε τοῡ παντός», Πλάτ.)3. (με το άρθρο) ο ποιητήςο κατ' εξοχήν ποιητής, ο Όμηροςνεοελλ.1. ο προικισμένος με ποιητική φαντασία2. φρ. α) «εστεμμένος ποιητής» — ποιητής με τιμητικές διακρίσεις, στεφανωμένος με στεφάνι δάφνηςβ) «εθνικός ποιητής» — ο κατ' εξοχήν ποιητής ενός έθνους, με ευρύτερη αποδοχή, αυτός που έχει εκφράσει στην ποίηση του αγώνες ή σπουδαίες στιγμές και γνωρίσματα τού έθνους τουγ) «καταραμένοι ποιητές» — ποιητές που συμπεριφέρονται ως απόκληροι τής κοινωνίας και τους οποίους οι κρατούντες φοβούνται για τη διεισδυτική τους ματιά που αποκαλύπτει την πνευματική τους κενότητααρχ.1. εργάτης, τεχνίτης2. μουσικός, μελοποιός3. συγγραφέας.
Dictionary of Greek. 2013.